εὐμετάφοροι

εὐμετάφοροι
εὐμετάφορος
easily moved
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευμετάφορος — εὐμετάφορος, ον (ΑΜ) αυτός που μετακινείται, που μεταφέρεται εύκολα και γρήγορα, αυτός που φέρεται από το ένα μέρος στο άλλο με ευκολία, ταχύς, ευκίνητος («ὀφθαλμοὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα», Ε. Μ.) μσν. (για ψυχικές καταστάσεις) ευμετάβολος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”